- Σπινόζα, Μπαρούχ ντε-
- (Spinoza). Ολλανδός φιλόσοφος (Άμστερνταμ 1632 - Χάγη 1677), ο μεγαλύτερος εκπρόσωπος, μαζί με τον Ντεκάρτ και το Λάιμπνιτς, της προκαντιανής ορθολογιστικής φιλοσοφίας.
Από εβραϊκή οικογένεια που είχε καταφύγει από την Ισπανία στην Ολλανδία εξαιτίας των θρησκευτικών διωγμών, μορφώθηκε στα σχολεία της ισραηλιτικής κοινότητας του Άμστερνταμ, από την οποία όμως αργότερα αποκλείστηκε για τις θρησκευτικές του αντιλήψεις. Αποσύρθηκε πρώτα στο Λέυντεν και αργότερα στη Χάγη και έζησε– σύμφωνα με τη ραβινική διδασκαλία, που επιβάλλει σε κάθε άνθρωπο να μάθει μια χειρωνακτική εργασία– ασκώντας το επάγγελμα του κατασκευαστή και στιλβωτή φακών, για οπτικά όργανα, αρνούμενος πανεπιστημιακές θέσεις, που του είχαν προσφερθεί. Το πρώτο έργο του περιέχει έκθεση και κριτική της καρτεσιανής φιλοσοφίας και δημοσιεύτηκε το 1663. Ακολούθησε, το 1670, χωρίς όνομα συγγραφέα, η Θεολογικοπολιτική διατριβή, που καταδικάστηκε από την Προτεσταντική και από την Καθολική Εκκλησία, γιατί διεκδικούσε την ελευθερία της σκέψης και του λόγου. Το 1677, λίγο μετά το θάνατό του, εκδόθηκαν η Ηθική επεξεργασμένη κατά γεωμετρική μέθοδο, που είναι το σημαντικότερο έργο του, και μισοτελειωμένες η Διατριβή για τη θεραπεία του πνεύματος και η Πολιτική διατριβή. Στο κέντρο της σκέψης του Σ. είναι ο καρτεσιανός ορισμός της ουσίας (ουσία είναι εκείνο που είναι αίτιο του εαυτού του). Αλλά, αντίθετα από τον Ντεκάρτ που διέκρινε τρεις ουσίες, τη σκεπτόμενη, την έχουσα έκταση και τη θεία (αν και αναγνώριζε την εξάρτηση των πρώτων από την τελευταία), ο Σ. αποκατέστησε την απόλυτη «ενότητα» του είναι. Η μόνη ουσία είναι ο θεός, γιατί μόνο αυτός δε χρειάζεται καμιά άλλη πραγματικότητα για να υπάρξει. Η σκέψη και η έκταση είναι μόνο δύο από τα άπειρα χαρακτηριστικά της θείας ουσίας. Το καθένα απ’ αυτά είναι άπειρο όπως και η ίδια η ουσία, της οποίας είναι χαρακτηριστικό, με τη διαφορά όμως ότι ενώ κάθε χαρακτηριστικό, αν και είναι άπειρο «καθ’ εαυτό», αποκλείει τα άλλα χαρακτηριστικά, η ουσία αντίθετα είναι απόλυτα άπειρη και περιλαμβάνει τα πάντα. Τίποτε δεν υπάρχει έξω από την ουσία και όλα υπάρχουν εξαιτίας της. Το γεγονός ότι η έκταση νοείται σαν χαρακτηριστικό του Θεού δείχνει καθαρά ότι ο Θεός του Σ. δεν έχει καμιά σχέση με τον προσωπικό θεό του χριστιανισμού ούτε με το κινούν αίτιο του Αριστοτέλη. Είναι, αντίθετα, η αιτία που ενυπάρχει στον κόσμο: είναι ένας Θεός που ενεργεί εσωτερικά στα φαινόμενα και ταυτίζεται με την ίδια τη φύση. Εκδηλώσεις της θείας αυτής ουσίας, που διαπερνά και διακατέχει όλη την πραγματικότητα, είναι κατά το Σ., οι «τρόποι», δηλαδή οι επιμέρους εξειδικεύσεις και προσδιορισμοί με τους οποίους χαρακτηρίζονται οι «ιδιότητες». Ένα σώμα, π.χ., είναι ένας τρόπος της ουσίας ως εκτεταμένης, ή είναι ένας περιορισμός της, μια μερική άρνησή της (omnis determinatio est negatio: κάθε ορισμός είναι άρνηση). Ανάλογα, μια σκέψη είναι ένας τρόπος της ουσίας ως σκεπτόμενης ή είναι μια εξειδίκευση, ένας προσδιορισμός. Η συμφωνία μεταξύ ιδεών και πραγμάτων, που αποτελούσε τη μεγαλύτερη δυσκολία του καρτεσιανισμού, χάνει έτσι κάθε προβληματικό χαρακτήρα. Η σκέψη και ο κόσμος ως έκταση ανταποκρίνονται ακριβώς σ’ ένα τέλειο παραλληλισμό, γιατί και τα δύο είναι όψεις μιας και της ίδιας πραγματικότητας, χαρακτηριστικά μιας και της ίδιας ουσίας (ordo et connexio idearum idem est ac ordo et connexio rerum: η τάξη και η σύνδεση των ιδεών είναι η ίδια με την τάξη και τη σύνδεση των πραγμάτων). Η ταύτιση του Θεού με τη φύση δε συνεπάγεται, κατά το Σ., αντίθεση μεταξύ του θρησκευτικού και του επιστημονικού οράματος της πραγματικότητας. Πραγματικά, οι καθολικοί νόμοι της φύσης είναι βέβαια αποφάσεις του Θεού, επειδή όμως οι αποφάσεις αυτές πηγάζουν από την ανάγκη και από την τελειότητα της ίδιας της φύσης του Θεού, είναι απρόσβλητες και απαραβίαστες. Επομένως δεν υπάρχουν θαύματα. Γιατί, αν κανείς υποστήριζε ότι ο θεός μπορεί να ενεργεί εναντίον των νόμων της φύσης, αυτός θα παραδεχόταν ότι ο Θεός μπορεί να ενεργεί εναντίον της ίδιας του της φύσης. Η ταυτότητα της φύσης και του θεού σημαίνει λοιπόν αναγκαία και αυστηρή τάξη: την τάξη εκείνη που προκύπτει από την άκαμπτη επαγωγική αναγκαιότητα του γεωμετρικού λόγου. Τα πάντα είναι αναγκαιότητα, τα πάντα διέπονται από μια υπέρτατη αιτία. Η σκοπιμότητα είναι μια προκατάληψη που οφείλεται στη διαμόρφωση της ανθρώπινης διάνοιας, η οποία φαντάζεται πως η θεότητα δημιουργεί και κυβερνά τα πράγματα για να τα χρησιμοποιούν οι άνθρωποι, για να δένει τους ανθρώπους μ’ αυτήν και για να τιμάται απ’ αυτούς. Επομένως η εξωτερική μορφή της Ηθικής δεν υπαγορεύεται στο Σ. από την επιθυμία να μιμηθεί, με την τυπική διάταξη της έκθεσης, την αυστηρότητα της μαθηματικής μεθόδου, αλλά προέρχεται από τη βαθιά του πεποίθηση ότι η γεωμετρική τάξη είναι η ίδια η ουσία των πραγμάτων, δηλαδή ο Θεός. Η ανάγκη που ενυπάρχει στη θεία φύση είναι μια γεωμετρική ανάγκη, όμοια με εκείνη που κάνει τις χωριστές προτάσεις να αλληλοσυνδέονται και να αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο. Η λογική και αληθινή γνώση των πραγμάτων είναι εκείνη που τα συλλαμβάνει ως τρόπους της μοναδικής ουσίας: είναι η γνώση που δεν απομονώνει το μερικό, αλλά το επαναφέρει στο σύνολο στο οποίο ανήκει. Η φαντασία αντίθετα, αφήνοντας να εξαπατάται από τις αισθήσεις, αποχωρίζει κάθε μεμονωμένο τρόπο από τους άλλους, θεωρώντας ότι έχει δική του υπόσταση, απομονωμένη από το όλο. Από αυτό προέρχονται η πλάνη και το κακό. Η πρώτη και σοβαρότερη πλάνη είναι εκείνη που συνίσταται στο να απομονώνουμε το Θεό από τα άλλα όντα, κάνοντας τον ένα ον όμοιο με μας, που έχει προσωπική θέληση και ανθρώπινα πάθη. Ενώ η ορθολογική γνώση, δηλαδή εκείνη που συγχωνεύει όλα τα πράγματα στην ενότητα θεωρώντας τα επομένως sub specie aeternitatis, είναι ανώτερη ηθική εμπειρία: τέλεια αγάπη που συμπίπτει με τη λογική αγάπη του Θεού. Με βάση τις γνωσεολογικές και μεταφυσικές αυτές προϋποθέσεις, ο Σ. δημιουργεί και τη γεωμετρία του των παθών που είναι ταυτόχρονα η ανάλυση της ανθρώπινης δουλείας και ελευθερίας, αφού εξετάζει τη δύναμη των παθών πάνω στον άνθρωπο και του ανθρώπου πάνω στα πάθη. Το πάθος είναι, κατά το Σ., η παθητικότητα του νου. Ο νους πάσχει όταν έχει λαθεμένες και συγκεχυμένες ιδέες και ενεργεί όταν έχει ορθές ιδέες. Ορθή και ακριβής ιδέα είναι εκείνη που μας κάνει να γνωρίσουμε την προέλευση των αποτελεσμάτων από τις αιτίες, των τρόπων από το Θεό. Η εσφαλμένη, που είναι η πηγή των παθών και του κακού, είναι η ιδέα η οποία όλα τα ανάγει στην ίδια τη φύση του ανθρώπου, δηλαδή στην εγωιστική έφεση και επιθυμία που τον χαρακτηρίζει. Επομένως, το καλό και το κακό είναι, αντίστοιχα, εκείνο που μας οδηγεί στο να καταλαβαίνουμε κι εκείνο που μας εμποδίζει να καταλαβαίνουμε. Επειδή όμως καταλαβαίνω σημαίνει ανάγω όλα τα πράγματα στο Θεό, που είναι η υπέρτατη αιτία, το απόλυτο αγαθό του ανθρώπινου πνεύματος είναι η γνώση του Θεού: γνώση αυστηρή και γεωμετρική, αλλά στην κορυφή της οποίας η διάνοια μετατρέπεται σε πράξη αγάπης. Έτσι αρχίζει να διακρίνεται καθαρά η στάση από την οποία γεννιέται το έργο του Σ. και πού τείνει να ενισχυθεί στον άνθρωπο: μια στάση γαλήνης και συγχρόνως στωικής αποδοχής της πορείας των πραγμάτων, που θεωρείται αναπόφευκτη και αναγκαία. Η δύναμη της φύσης ταυτίζεται με τη δύναμη του θεού. Το φυσικό δίκαιο επομένως δεν μπορεί να είναι άλλο, κατά το Σ., από την «ανάγκη» της θείας ενέργειας. Στην έννοια της λογικότητας του φυσικού δίκαιου, που υποστήριζαν οι θεωρητικοί του φυσικού δικαίου, ο Σ. αντιτάσσει, με λίγα λόγια, την έννοια της ανάγκης του δικαίου αυτού. Το κράτος αμαρτάνει όταν κάνει ή ανέχεται πράγματα που μπορούν να προκαλέσουν την καταστροφή του. Υπόκειται κι αυτό σε νόμους κατά την ίδια έννοια με τον άνθρωπο, γιατί είναι υποχρεωμένο να μην καταστρέψει τον εαυτό του. Και από τη στιγμή που σκοπός του κράτους είναι η ειρήνη και η ασφάλεια της ζωής, όπως υποστήριζε και ο Χομπς, έπεται, αλλά τη φορά αυτή εναντίον του Χομπς, ότι ο θεμελιώδης νόμος, από τον οποίο πρέπει να εμπνέεται το κράτος, πρέπει να είναι εκείνος που βάζει όριο και φρένο στη δύναμή του πάνω στους πολίτες, που επιτρέπει δηλαδή σ’ αυτούς ελευθερία σκέψης και θρησκευτικής πίστης.
Προσωπογραφία του φιλοσόφου σε χαρακτικό έργο ανώνυμου καλλιτέχνη (Εθνική Βιβλιοθήκη, Παρίσι).
Έκδοση κειμένων του Ολλανδού φιλόσοφου Μπαρούχ ντε Σπινόζα, που τυπώθηκε στο Άμστερνταμ το 1667.
Dictionary of Greek. 2013.